καλοπόδαρος

καλοπόδαρος
-η, -ο
αυτός που έχει καλό ποδαρικό, τυχερός: Σήμερα έκανα καλές δουλειές, γιατί μπήκε στο κατάστημά μου το πρωί ο γιατρός, που είναι καλοπόδαρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλοπόδαρος — η, ο (για πρόσ.) 1. αυτός που έχει καλό ποδαρικό, που το πέρασμά του ή η είσοδός του κάπου φέρνει καλή τύχη, τυχερός, γουρλίδικος 2. (για τη μοίρα) τυχερή, καλότυχη («ας είναι καλοπόδαρο πολλά το ριζικό σας», Φορτουν.) …   Dictionary of Greek

  • καλοπόδινος — καλοπόδινος, ον (Μ) καλοπόδαρος*, με καλό ποδαρικό. επίρρ... καλοποδίνως (Μ) με ευοίωνο τρόπο, ευτυχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πούς, ποδός + κατάλ. ινος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”